- σκανδαλίζει
- σκανδαλίζωcause to stumblepres ind mp 2nd sgσκανδαλίζωcause to stumblepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
ασκανδάλιστος — και ασκαντάλιστος, η, ο (AM ἀσκανδάλιστος, ον) αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο… … Dictionary of Greek
εκκόπτω — (AM ἐκκόπτω) αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ) αρχ. μσν. 1. δίνω τέλος 2. διακόπτω κάποιον που μιλάει 3. (για συζήτηση) σταματώ 4. (για χρόνο) αφαιρώ 5. (για εισφορά) καταργώ 6.… … Dictionary of Greek
ευσκανδάλιστος — εὐσκανδάλιστος, ον (Μ) 1. αυτός που σκανδαλίζεται εύκολα 2. αυτός που σκανδαλίζει, που προκαλεί σκάνδαλο εύκολα … Dictionary of Greek
σκανδαλίζω — ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν [σκάνδαλον / σκάνταλο] βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. προκαλώ την… … Dictionary of Greek
σκανδαλώδης — ες / σκανδαλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκάνδαλον] αυτός που βάζει σε πειρασμό, που σκανδαλίζει νεοελλ. αυτός που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, τη γενική αποδοκιμασία και κατάκριση (α. «σκανδαλώδης επέμβαση» β. «σκανδαλώδης συμπεριφορά») μσν. αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek
σκανταλιάρης — και σκανδαλιάρης, α, ικο, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες 2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που… … Dictionary of Greek
ταραξάνδρα — ἡ, Α (ως ονομασία μιας Σίβυλλας) γυναίκα που σκανδαλίζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω, τάραξις) + ανδρα (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek